Όχημα της για την επιστροφή αυτή ήταν το Believe, ένα χορευτικό pop κομμάτι που σάρωνε τα πάντα στο πέρασμα του. Οι λόγοι της επιτυχίας πολλοί, και μεταξύ αυτών κάποιες καινοτομίες που εισήγαγε στην παραγωγή μουσικής.
Ο λόγος για το Autotune, ένα λογισμικό που διορθώνει τις εκτός τόνου ερμηνείες και σήμερα χρησιμοποιείται ευρέως σε ηχογραφήσεις αλλά και σε ζωντανές ερμηνείες μέσα από ένα ειδικό μηχάνημα.
Στη περίπτωση της Cher που διαθέτει ούτως ή άλλως μια εξαιρετική φωνή με τεράστιες δυνατότητες και σταθερότητα, το Autotune χρησιμοποιήθηκε για εφέ στην ερμηνεία του κομματιού που έκαναν την φωνή της να ακούγεται τελείως διαφορετικά από κάθε άλλο τραγούδι. Συγκεκριμένα οι παραγωγοί της διαπίστωσαν πως αν ρυθμίσουν το Autotune στη πιο επιθετική του επεξεργασία, τη στιγμή που η Cher ηχογραφούσε στο στούντιο το αποτέλεσμα θα ήταν να ακούγεται με έναν ιδιαίτερο ρομποτικό τόνο που δεν θύμιζε ανθρώπινη φωνή.
Μάλιστα οι παραγωγοί της κράτησαν για καιρό ως επτασφράγιστο μυστικό τον τρόπο με τον οποίο έφτασαν στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
Η καινοτομία αυτή ονομάστηκε Cher effect, και στα χρόνια που ακολούθησαν βρήκε εφαρμογή σε πολλές μεγάλες επιτυχίες, όπως το Blue των Eiffel 65 που είχε σχεδόν εξολοκλήρου ηχογραφημένο έτσι.
Οι κριτικές στους νέους αυτούς ήχους, αλλά κυρίως στη δυνατότητα πλέον ακόμα και σε ανθρώπους που τραγουδούν εκτός τόνου να ακούγονται σωστοί, ήταν ιδιαίτερα αρνητικές τα επόμενα χρόνια.