Το βινύλιο κυριάρχησε για δεκαετίες στις δισκοθήκες των απανταχού μουσικόφιλων ενώ εξακολουθεί να κατέχει περίοπτη θέση ακόμα και σήμερα στις μουσικές βιβλιοθήκες, παρά τον εκτοπισμό του στο εμπόριο από τα άλλα μέσα που ακολούθησαν.
Οι πρώτες συσκευές καταγραφής ήχου πρωτοπαρουσιάστηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα, με το Γάλλο Leon Scott (Λεόν Σκοτ) να δημιουργεί μια τέτοια συσκευή. Είκοσι χρόνια μετά ο Thomas Edison (Τόμας Έντισον) θα παρουσιάσει το «φωνογράφο», μία συσκευή καταγραφής και αναπαραγωγής ήχου, μέσω σφαιρικών κυλίνδρων. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Έντισον θα εξελίξει το φωνογράφο του, τον οποίο και θα διαθέτει πλέον για εμπορική εκμετάλευση μέσω της νεοσύστατης εταιρίας του Edison Phonographs. Την ίδια εποχή ο ανταγωνιστής Graham Bell, ήταν ο εμπνευστής του «γραφόφωνου», μίας βελτιωμένης έκδοσης του φωνογράφου του Έντισον και που αργότερα θα αποτελέσει τη βάση της Columbia. Πάνω στο γραφόφωνο του Bell, ο Edison θα εξελίξει το φωνογράφο του. Η ιστορία των μουσικών ηχογραφήσεων είχε μόλις αρχίσει...
Η βιομηχανία κατασκευής και διάθεσης του φωνογράφου και του γραφόφωνου άργησε να αγγίξει το φιλόμουσο κοινό. Η πτώχευσή της συγκρατήθηκε από την κατασκευή των πρώτων συσκευών αναπαραγωγής μουσικής με κερματοδέκτη. Δεν ήταν παρά οι πρόδρομοι των juke box! Το όραμα μιας συσκευής αναπαραγωγής ήχου χαμηλού κόστους και ευρείας κατανάλωσης έγινε πράξη από το Γερμανό Emil Berliner (Εμίλ Μπερλίνερ), μετανάστη στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Berliner με τη βοήθεια ενός Αμερικανού μηχανικού, κατασκεύασε το πρώτο «γραμμόφωνο». Οι δυο μαζί ίδρυσαν την εταιρία Victor το μεγαλύτερο κατασκευαστή γραμμοφώνων και δίσκων στις αρχές του 20ου αιώνα. Παράλληλα, ο Berliner ιδρύει παράρτημα δίσκων της εταιρίας του στο Λονδίνο, το οποίο και γίνεται γνωστό από την ετικέτα των δίσκων του: His Master’s Voice και από το Niper το σκυλάκι. Ο δίσκος σταδιακά αντικαθιστά τον κύλινδρο. Ο Berliner με μία πρωτοποριακή μέθοδο έδωσε τη δυνατότητα κατασκευής χιλιάδων αντιτύπων δίσκων από την ίδια πρωτότυπη μήτρα. Ακόμη και ο Edison υποχρεώνεται να στραφεί ταυτόχρονα και στην κατασκευή των δικών του δίσκων. Οι τρεις εταιρίες Victor, Columbia και Edison πουλούν εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως. Πολύ σύντομα η μουσική βιομηχανία θα γίνει μία από τις πιο σημαντικές βιομηχανίες στον κόσμο.
Το 1906 το γραμμόφωνο Victrola της εταιρίας Victor θα κάνει την εμφάνισή του. Λίγα χρόνια μετά η εταιρία Decca θα παρουσιάσει το πρώτο φορητό γραμμόφωνο και αργότερα τα πρώτα ηλεκτρικά φορητά γραμμόφωνα θα βγουν στην αγορά. Σκοπός του γραμμοφώνου ήταν να αποτελέσει μία φορητή συσκευή ψυχαγωγίας, ικανή να αναπαράγει τον ήχο, τη μουσική. Το χαρακτηριστικό χωνί των πρώτων μοντέλων ενίσχυε τον ήχο, αλλά και την καλλιτεχνική του ταυτότητα.
Από τα δισκάκια γραμμοφώνου στο βινύλιοΟι πρώτοι δίσκοι γραμμοφώνου κατασκευάστηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα, από ανθεκτικό σκληρό λάστιχο με διάμετρο περίπου 25 εκατοστά, ηχογραφημένοι μόνο από τη μία τους πλευρά. Η χάρτινη θήκη τους, συχνά είχε οπή για να φαίνονται οι καλλιτεχνικές πληροφορίες του δίσκου, ενώ στη ράχη αναγραφόταν ο τίτλος του δίσκου ή το όνομα του δημιουργού και ο αριθμός καταλόγου. Εκείνη την περίοδο ηχογραφήθηκαν στη Νέα Υόρκη και τα πρώτα ελληνικά τραγούδια.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, γεννιέται το βινύλιο! Το 1948, το βινύλιο θα καθιερωθεί ως το κύριο μέσο κατασκευής των μουσικών δίσκων. Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η εταιρία Decca θα φτιάξει δίσκους 78 στροφών από βινύλιο. Οι ανταγωνιστές της δε θα ακολουθήσουν το παράδειγμά της. Θα φτιάξουν τους πρώτους δίσκους 45 στροφών από βινύλιο την ίδια περίοδο. Γεγονός το οποίο θα σημάνει σταδιακά την κατάργηση των δίσκων γραμμοφώνου, με τις πωλήσεις να μειώνονται τη δεκαετία του 1950 και τα τελευταία 78άρια να εκδίδονται στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Την ίδια περίοδο ο δίσκος 33 στροφών εμφανίστηκε στην αγορά για λογαριασμό της εταιρίας CBS. Στα χρόνια που ακολούθησαν και με τις τεχνολογίες που τα συνόδευσαν αρκετά μουσικά κομμάτια των 78 στροφών επανακυκλοφόρησαν σε σχετικές συλλογές. Μία νέα, high fidelity εποχή θα ξεκινήσει για τους λάτρεις της μουσικής και η μουσική βιομηχανία θα γυρίσει μία ακόμη σελίδα.
Οι δίσκοι βινυλίου 45 και 33 στροφών, έφεραν μία πραγματική επανάσταση στη μουσική βιομηχανία, ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1950. Μια πραγματική έκρηξη της εμπορικής εκμετάλλευσης του βινυλίου ώθησε σε εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων βινυλίου για όλα τα χρόνια που ακολούθησαν, μέχρι τη σταδιακή περιθωριοποίησή τους με την έλευση της ψηφιακής εποχής στον ήχο. Όμως, στην πράξη η παραγωγή δίσκων βινύλιο δε σταμάτησε ποτέ.
Εν αρχή… The Beatles Στις 28 Οκτωβρίου του 1961 ένας νεαρός ονόματι Ρέιμοντ Τζόουνς μπήκε στο υπόγειο δισκάδικο NEMS του Λίβερπουλ και ζήτησε το σινγκλάκι «My Bonnie» από κάποιους Beatles. Το αφεντικό του μαγαζιού, ο 27χρονος Μπράιαν Επστάιν, δεν είχε ιδέα περί τίνος επρόκειτο. Σημείωσε όμως στο μπλοκάκι του να ελέγξει «από Δευτέρα» την επιθυμία του πελάτη του. Τις επόμενες ημέρες υπήρξαν και άλλες παραγγελίες αυτού του εντελώς άγνωστου άσματος. Ο Μπράιαν αποφάσισε να ερευνήσει το ζήτημα. Κάποιος τού σφύριξε ότι ήταν γερμανικός δίσκος και πήρε τηλέφωνο την Deutsche Grammophon στο Αμβούργο. Όχι, δεν υπήρχε κανένας δίσκος των Beatles αλλά, ναι, είχαν αναλάβει τη διανομή ενός γκρουπ από το Λίβερπουλ. Λέγονταν Tom Sheridan and the Beat Brothers και όντως τραγουδούσαν το «My Bonnie». Ο Επστάιν ήταν πεπεισμένος ότι είχε απλώς μπερδέψει το όνομα του γκρουπ. Παράγγειλε ένα «κουτί», ήτοι 25 αντίτυπα. «Εφυγαν» από το μαγαζί την ίδια κιόλας ημέρα.
Τελικά έμαθε ότι η μπάντα λεγόταν επισήμως Beatles, απλώς οι Γερμανοί έχουν κάνει αυτή τη μικρή προσαρμογή για λόγους... αιδούς. Παρ' ότι εύηχο στην αγγλική γλώσσα, στη γερμανική σλανγκ το όνομα παρέπεμπε στη λέξη «peedles» (= πέος). Έμαθε όμως και κάτι άλλο. Ότι αυτοί οι Beatles έπαιζαν στο Cavern, ένα υγρό υπόγειο κλαμπ στην οδό Μάθιου, μόλις τρία λεπτά από το μαγαζί του (για να είμαστε ακριβείς, του πατρός του). Είχε μπει ο βορβορώδης Νοέμβριος του Λίβερπουλ. Ο Μπράιαν κατέβηκε τα 18 σκαλιά του Cavern, μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Σε λίγα λεπτά θα αντίκριζε επί σκηνής το πιο απείθαρχο ποπ σχήμα του γαλαξία. Εντάξει, ο ήχος είχε «κάτι», ο Μπράιαν το «έπιασε» αμέσως. Η σκηνική παρουσία όμως ; Τέσσερις άξεστοι νεαροί που κάπνιζαν, έπιναν Coca-Cola και αντήλλασσαν βωμολόχα αστεία την ώρα που έπαιζαν. Έπρεπε να μπει μια τάξη.
Το management της μπάντας ανέλαβε από εκείνο το βράδυ ο ίδιος, συμβάλλοντας... άθελά του στο μεγαλύτερο ποπ φαινόμενο του πλανήτη.
Ιστορίες ΒινυλίουΒΙΝΥΛΙΟ… Μεγάλη ιστορία… Μεγάλο πάθος. Αν σκεφτεί κανείς ότι η μουσική είναι ο πιο πιστός φίλος του ανθρώπου τότε σίγουρα για να τη χορτάσει δεν φτάνει μια ζωή. Ο δίσκος, το βινύλιο που λέμε, είναι ίσως το μόνο πράγμα που όλοι οι άνθρωποι στον πλανήτη έστω και μια φορά στη ζωή τους αγόρασαν, δώρισαν, άκουσαν, χάρηκαν τον ήχο του, χόρεψαν ή έσπασαν ακόμη σε πιο ειδικές περιπτώσεις. Ναι είναι αλήθεια ότι το βινύλιο μας ενώνει άσχετα με τι πρεσβεύει ο καθένας. Ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα μέρη της Ελλάδας που δεν υπήρχαν πικ-απ να παίξουν τα βινύλια, όλο και κάποιο τζουκ-μποξ υπήρχε σε κάποια ταβέρνα να παίξει Καζαντζίδη, σέικ και μοντέρνα συγκροτήματα το ’50 και το’60 τότε που ήταν είδος πολυτελείας για κάποιους το πικ-απ και τα βινύλια. Ακόμη και στις φτωχογειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά συνέβαινε αυτό. Κάπου εκεί σ’ ένα τζουκ - μποξ του μεγάλου λιμανιού πρωτάκουσε ο Γιάννης Σπάθας τον Jimi Hendrix από δισκάκι των 45 στροφών, τέτοιους παίζουν τα τζουκ - μποξ, κι έτρεχε μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα να παίξει ότι άκουσε στην κιθάρα του, ο πιτσιρικάς τότε που έμελλε να γίνει ο καλύτερος Έλληνας ροκ κιθαρίστας.
Θυμάμαι την αγωνία που είχε ένας τύπος ψηλός, ξερακιανός κοντά στα 50 που μπήκε με φόρα σε ένα δισκάδικο στο Μοναστηράκι, στου «Ζαχαρία» και γυρνώντας προς τον πωλητή φώναξε: «Χατζή που έχεις;». Φανταστείτε την ικανοποίηση που ένοιωσε μόλις πήγε σπίτι του κι έβαλε στο πικ-απ του το «Γιο της Άνοιξης», ένα τριπλό βινύλιο που αγόρασε από την οδό Ηφαίστου. Την ίδια αγωνία είχα κι εγώ πιτσιρικάς που αντί για τυρόπιτα με το χαρτζιλίκι του πατέρα μου μάζευα να πάρω ένα δίσκο, κι άλλο δίσκο… Μάλιστα πολλές φορές δεν είχα υπομονή να τελειώσει το μάθημα και να πάω στο «La-Si-Do» του Τσιάπη να πάρω από το δισκάδικό του κάτι που μ’ άρεσε και πηδούσα τα κάγκελα στο διάλειμμα για να πάρω το «Sticky Fingers» ή τον πρώτο δίσκο των Φατμέ που μόλις είχε κυκλοφορήσει και τον περιμέναμε να βγει πώς και πώς καθώς είχε μεγάλη φήμη το γκρουπ από τα συναυλίες που έδινε στην περιοχή μας όπου σχηματίστηκε…
Την ίδια αγωνία είχαν παλιότερα όλοι οι βινυλιομανείς να ξημερώσει Κυριακή να πάνε στο Μοναστηράκι εκεί στην σκάλα όπου οι μετέπειτα καταστηματάρχες πουλούσαν τους δίσκους τους εν ήδη παζαριού. Μπορούσες να βρεις εκεί το «Metamorphosis» των Iron Butterfly, φερειπείν, με 95 δραχμές, ελληνική κόπια με το μονό εξώφυλλο, εκεί στις αρχές των 80’s.
Ένα βράδυ δεν κοιμήθηκα κι έβαλα και ξυπνητήρι να πάω πρωί – πρωί κατά τις 7.30 που άνοιγαν, να βρω το δίσκο της Eydie Gorme με τους Trio Los Panchos, το πρώτο που κάνανε μαζί. Το δίσκο αυτό μου είχε κρύψει ένας φίλος στο κάτω ράφι δεξιά με το που έμπαινες στο δισκάδικο του «Mr. Vinylios», το βρήκα και γύρισα να κοιμηθώ ήσυχος.
Τι χαρά πήρε ο Ηλίας ο Ασλάνογλου στο θρυλικό δισκάδικο «Happening» στη Χαριλάου Τρικούπη, όπου δούλευε ως υπάλληλος, όταν μπήκα στις αρχές του ’80 να ζητήσω το 45άρι των Magic de Spell «Nightmare» χωρίς βέβαια να γνωρίζω ότι ήταν τραγουδιστής τους. Εκεί κοντά στην Ακαδημίας ήταν και το μουσικό καφενείο Dragonfly, όπου μέσα πουλούσε δίσκους σε ένα δωμάτιο και στο κυρίως χώρο γίνονταν live, όπου μπορούσες να δεις τους Villa 21 και άλλα γκρουπ της εποχής σε μουσικά μεσημέρια καθισμένος ακόμα και στο πάτωμα πίνοντας άνετα την μπύρα σου, δεν έτρεχε τίποτα. Οι δίσκοι της ελληνικής new wave και punk-rock, αλλά και της ψυχεδελικής τότε κίνησης, όπως οι Pete and Royce, που πωλούνταν τότε εκεί στο δωματιάκι σήμερα είναι δυσεύρετοι, αλλά πολλοί είναι εκείνοι που εξακολουθούν να τους ψάχνουν...
Μια φορά στην Βιέννη κόντεψα να χάσω το πούλμαν με το γκρουπ που είχα πάει στην Αυστρία με προορισμό την Σουηδία, μα φωτογραφική ομάδα που πήγανε στην Στοκχόλμη γα μια έκθεση, καθώς χάθηκα κυριολεκτικά μέσα σ’ ένα δισκάδικο με χιλιάδες δίσκους που βρίσκονταν κοντά στο ξενοδοχείο και μετά άργησα να πάω στο σημείο αναχώρησης που ήταν περίπου 25 λεπτά από το μαγαζί σε μα αχανή, όπως αποδείχθηκε πλατεία…ευτυχώς άργησε πιο πολύ από εμένα το πούλμαν!
Στον μαγικό κόσμο του βινυλίου μπήκα όταν ανακάλυψα πιτσιρικάς στο πατάρι μέσα σε μια χαρτοσακούλα δίσκους μεγάλους και μικρούς που είχαν ξεχασμένους οι γονείς μου. Ο δίσκος της country τραγουδίστριας Jeannie C. Riley «Harper Valley P.T.A.» Νο1 το 1967 και μια συλλογή γιαπωνέζικης προέλευσης κόκκινου βινυλίου με 14 επιτυχίες των Temptations, Four Tops, Lovin’ Spoonful, Roy Orbison Dino Desi and Billy, μαζί με αρκετά 45αράκια ανάμεσα το «Marguerita» του Elvis Presley, το «Ma Guitare» του Enrico Macias και μερικά δικά του ακόμη, αλλά και το «Blame me it on the bossa nova» της Eydie Gorme, μαζί δισκάκια του Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον «Επιτάφιο» του Μίκη Θεοδωράκη στην πρώτη έκδοση σε μέγεθος e.p., άνοιξαν την πόρτα της μουσικής. Σαν το παλιό σεντούκι της γιαγιάς με τις χρυσές λίρες…
Οι δίσκοι πάντα ήταν ένα δώρο άποψης. Στα πάρτυ ή στις ονομαστικές εορτές οι μουσικόφιλοι έκαναν δώρο ένα καλό δίσκο που ταυτόχρονα αποτελούσε κα μα μουσική πρόταση προς τον παραλήπτη. Ιδιαίτερα στις δεκαετίες του ’70 και ’80 έκανε θραύση αυτό το πολύτιμο πραγματικά δώρο που εκφυλίστηκε σταδιακά με την εμφάνιση του cd καθώς παρατηρήθηκε το φαινόμενο ακόμη και γονείς γνώστες καλής μουσικής να δωρίζουν στα παιδιά τους ευτελή άλμπουμ του lifestyle με την δικαιολογία «αυτά τους αρέσουν», λες και όταν εκείνοι ήταν πιτσιρικάδες τους έδιναν τα σκουπίδια της εποχής και όχι μουσικές δώρα που τους συντροφεύουν για μια ολόκληρη ζωή. Αυτό είναι ένα παράδειγμα της γενικότερης έκπτωσης στην μουσική που παρατηρήθηκε τα τελευταία 15 χρόνια που ωστόσο μας ξαναφέρνει κοντά στα βινύλια καθώς η ανάγκη για ποιοτική μουσική προήλθε από το πάτο που πιάσαμε όλα αυτά τα χρόνια…
Η συλλογή δίσκων έχει τους δικούς της κανόνες. Βασικός κανόνας είναι όταν δες ένα δίσκο που σε ενδιαφέρει σε κάποιο δισκάδικο να τον πάρεις αμέσως καθώς αν τον αφήσεις όταν ξαναπάς δεν θα το βρεις ακόμη κι ήταν στο ράφι χρόνια ολόκληρα. Ένας άλλος βασικός κανόνας είναι να μην δανείζεις τους δίσκους σου αν έχεις μανία με την συλλογή σου γιατί όταν στον επιστρέψει ο κολλητός φίλος που τον εμπιστεύτηκε δεν θα είναι η ίδια κόπια ή το ίδιο εξώφυλλο που του δάνεισες. Έχουν χαλάσει φιλίες σε τέτοιες φάσεις… Στον τρίτο βασικό κανόνα ο χρόνος συμμάχησε με τον συλλέκτη δίσκων καθώς ξεπεράστηκαν πα τα πάρτυ σε σπίτια όπου όταν πήγαινες δίσκους να παίξουν έχανες τους μισούς…
Στους κανόνες προστασίας των δίσκων πρέπει να αναφερθεί ότι όσοι έχουν γατάκια μικρά και ζωηρά ενδέχεται αυτά να παίξουν με τη βελόνα του πικ- απ κα να γρατσουνίσουν τους δίσκους, αλλά κα να ξύνουν τα νύχια τους στις… πλάτες των βινυλίων σας γι’ αυτό βάλτε το πικ-ακ κάπου πιο ψηλά ή ντύστε με καλύμματα όσους περισσότερους δίσκους μπορείτε, αλλά κυρίως πάρτε τους μα ξύστρα από τα pet shop για να σωθείτε!
Η «αρρώστια» του βινυλίου για όσους έχουν… προσβληθεί μεγαλώνει και επεκτείνεται στη ζωή του ανθρώπου με το πέρασμα του χρόνου. Θέλει μαεστρία να το κοντρολάρει κανείς γιατί μπορεί να ξεφύγει. Πολλές φορές σε ζευγάρια έχει τεθεί το ερώτημα «οι δίσκοι σου ή εγώ»! Ένα δίλημμα που καλύτερα να αποφύγει κανείς να το θέσει στον σύντροφό του καθώς ενδέχεται να βγει χαμένος…!
from:www.ogdoo.gr.... του:Γιάννη Αλεξίου